- κουροτόκος
- κουρο-τόκος, ον,A bearing boy-children, E.Supp.957 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουροτόκος — κουροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, θηλυ τόκος] … Dictionary of Greek
κουροτόκοις — κουροτόκος bearing boy children masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροτοκώ — κουροτοκῶ, έω (Α) [κουροτόκος] γεννώ αρσενικά παιδιά … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek